Αρκετά στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί από την επιδημία της Κίνας είναι διαφωτιστικά για τον κορωνοϊό. Οι ασθενείς που δεν επέζησαν τελικά ήταν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, είχαν και άλλες παθήσεις είτε είχαν αυξημένα επίπεδα D-Dimer στο αίμα.
Η μεγαλύτερη ηλικία, τα σημεία σήψης κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο, οι υποκείμενες παθήσεις όπως ο διαβήτης και η υπέρταση, οι διαταραχές πήξης και η παρατεταμένη χρήση μη επεμβατικού αερισμού ήταν οι σημαντικότεροι παράγοντες που υπήρχαν στα άτομα που κατέληξαν.
Το 48% των ασθενών είχε και άλλες παθήσεις. Πιο συχνή ήταν η υπέρταση (30% – είναι όμως ούτως ή άλλως συχνή στο γενικό πληθυσμό), ακολουθούμενη από το διαβήτη (19%) και τη στεφανιαία νόσο (8%).
Η πιθανότητα να πεθάνει κανείς στο νοσοκομείο αυξανόταν με την αύξηση της ηλικίας, με την αύξηση του δείκτη SOFA (Sequential Organ Failure Assessment) και με επίπεδα D-Dimer μεγαλύτερα του 1 μg/mL κατά την εισαγωγή. Ο δείκτης SOFA εκτιμά το ποσό της ανεπάρκειας ζωτικών οργάνων στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Τα αυξημένα επίπεδα D-Dimer υποδηλώνουν διαταραχές στην πήξη του αίματος, όπως πχ συμβαίνει όταν υπάρχει θρόμβωση στις φλέβες.
Όσοι κατέληξαν συγκριτικά προς αυτούς που επέζησαν είχαν πιο συχνά αναπνευστική ανεπάρκεια (98% έναντι 36%), σήψη (100% έναντι 42%) και δευτερογενείς λοιμώξεις από άλλους μικροοργανισμούς (50% έναντι 1%).
Η μέση ηλικία αυτών που επέζησαν ήταν τα 52 έτη έναντι 69 αυτών που κατέληξαν. Ενδεχομένως η μεγαλύτερη ηλικία εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα και έχει ως συνέπεια μεγαλύτερη φλεγμονή που προκαλεί βλάβη σε όργανα και προάγει τον πολλαπλασιασμό του ιού.
Από τη στιγμή εμφάνισης των πρώτων συμπτωμάτων μέχρι το εξιτήριο ο κατά μέσο όρο πέρασαν 22 ημέρες. Ο μέσος χρόνος μέχρι το θάνατο ήταν 18.5 ημέρες.
Ο πυρετός επέμενε κατά μέσο όρο επί 12 ημέρες και ο βήχας επί 19 ημέρες. 45% αυτών που επέζησαν είχαν ακόμη βήχα την ημέρα του εξιτηρίου. Στους επιζήσαντες η δύσπνοια βελτιώθηκε την 13η ημέρα και μετά, ενώ στους υπόλοιπους επέμεινε μέχρι το θάνατο.
Η διασπορά του ιού επέμεινε κατά μέσο όρο επί 20 ημέρες στους επιζήσαντες, με εύρος από 8 το λιγότερο έως 37 ημέρες το περισσότερο. Στους μη επιζήσαντες ο ιός ανιχνεύετο μέχρι και την ημέρα του θανάτου. Η αντιική θεραπεία που χορηγήθηκε δεν περιόρισε καθόλου τη διασπορά του ιού.
Η εκτεταμένη διασπορά του ιού που παρατηρήθηκε από όσους πάσχουν έχει τεράστια σημασία για τα μέτρα απομόνωσης στα άτομα που επιβεβαιωμένα πάσχουν από τον κορωνοϊό. Δεν θα πρέπει να τη συγχέουμε με τα μέτρα απομόνωσης που επιβάλλουμε σε άτομα που μπορεί να έχουν εκτεθεί στον ιό, αλλά δεν έχουν εμφανίσει συμπτώματα, όπου οι οδηγίες απομόνωσης βασίζονται στο χρόνο επώασης του ιού που είναι από 2 έως 14 ημέρες. Τα άτομα που έχουν προσβληθεί από τον κορωνοϊό ενδεχομένως θα χρειαστούν μεγαλύτερη απομόνωση, αναλόγως και της διάρκειας της νόσου που θα εκδηλώσουν.
Ένα πρόβλημα των παραπάνω στοιχείων είναι ότι έχουν βασιστεί σε άτομα που νοσηλεύθηκαν λόγω κορωνοϊού. Αυτά τα άτομα, ως γνωστόν, αντιπροσωπεύουν το μικρότερο τμήμα του πληθυσμού που νοσεί από τον κορωνοϊό.
Βιβλιογραφία
Fei Zhou, et al. Clinical course and risk factors for mortality of adult
inpatients with COVID-19 in Wuhan, China: a retrospective
cohort study. The Lancet. Published online March 9, 2020. https://doi.org/10.1016/S0140-6736(20)30566-3